- Ὕπατε
- Ὕπατοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕπατε — ὕπατος highest masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπατ' — Ὕπατε , Ὕπατος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείων — και κρέων, οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα) (για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ.… … Dictionary of Greek
ὕπατ' — ὕπατα , ὕπατος highest neut nom/voc/acc pl ὕπατε , ὕπατος highest masc voc sg ὕπαται , ὕπατος highest fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)